Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποψάω
ὑποψεκάζω
ὑποψελλίζω
ὑποψεύδομαι
ὑποψηνίζω
ὑποψήφισις
ὑποψήχω
ὑποψία
ὑποψιαστικῶς
ὑποψιθυρίζω
ὑποψιθύρισμα
ὑπόψιλος
ὑπόψιος
ὑποψοφέω
ὑπόψυχρος
ὑποψύχω
ὑποψωνέω
ὑποψωρώδης
ὑπτιάζω
ὑπτίασμα
ὑπτιασμός
View word page
ὑποψιθύρισμα
whispering

ShortDef

whispering

Debugging

Headword:
ὑποψιθύρισμα
Headword (normalized):
ὑποψιθύρισμα
Headword (normalized/stripped):
υποψιθυρισμα
IDX:
92908
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92909
Key:

Data

{'content': 'whispering'}