Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπόψαρος
ὑποψαύω
ὑποψάω
ὑποψεκάζω
ὑποψελλίζω
ὑποψεύδομαι
ὑποψηνίζω
ὑποψήφισις
ὑποψήχω
ὑποψία
ὑποψιαστικῶς
ὑποψιθυρίζω
ὑποψιθύρισμα
ὑπόψιλος
ὑπόψιος
ὑποψοφέω
ὑπόψυχρος
ὑποψύχω
ὑποψωνέω
ὑποψωρώδης
ὑπτιάζω
View word page
ὑποψιαστικῶς
suspiciously
ShortDef
suspiciously
Debugging
Headword:
ὑποψιαστικῶς
Headword (normalized):
ὑποψιαστικῶς
Headword (normalized/stripped):
υποψιαστικως
IDX:
92906
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92907
Key:
Data
{'content': 'suspiciously'}