Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπόψαμμος
ὑπόψαρος
ὑποψαύω
ὑποψάω
ὑποψεκάζω
ὑποψελλίζω
ὑποψεύδομαι
ὑποψηνίζω
ὑποψήφισις
ὑποψήχω
ὑποψία
ὑποψιαστικῶς
ὑποψιθυρίζω
ὑποψιθύρισμα
ὑπόψιλος
ὑπόψιος
ὑποψοφέω
ὑπόψυχρος
ὑποψύχω
ὑποψωνέω
ὑποψωρώδης
View word page
ὑποψία
suspicion, jealousy
ShortDef
suspicion, jealousy
Debugging
Headword:
ὑποψία
Headword (normalized):
ὑποψία
Headword (normalized/stripped):
υποψια
IDX:
92905
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92906
Key:
Data
{'content': 'suspicion, jealousy'}