Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑποψάλλω
ὑπόψαμμος
ὑπόψαρος
ὑποψαύω
ὑποψάω
ὑποψεκάζω
ὑποψελλίζω
ὑποψεύδομαι
ὑποψηνίζω
ὑποψήφισις
ὑποψήχω
ὑποψία
ὑποψιαστικῶς
ὑποψιθυρίζω
ὑποψιθύρισμα
ὑπόψιλος
ὑπόψιος
ὑποψοφέω
ὑπόψυχρος
ὑποψύχω
ὑποψωνέω
View word page
ὑποψήχω
scrape up
ShortDef
scrape up
Debugging
Headword:
ὑποψήχω
Headword (normalized):
ὑποψήχω
Headword (normalized/stripped):
υποψηχω
IDX:
92904
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92905
Key:
Data
{'content': 'scrape up'}