Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποχωρητικός
ὑποχωρίζω
ὑποψάθυρος
ὑποψαλάσσω
ὑποψάλλω
ὑπόψαμμος
ὑπόψαρος
ὑποψαύω
ὑποψάω
ὑποψεκάζω
ὑποψελλίζω
ὑποψεύδομαι
ὑποψηνίζω
ὑποψήφισις
ὑποψήχω
ὑποψία
ὑποψιαστικῶς
ὑποψιθυρίζω
ὑποψιθύρισμα
ὑπόψιλος
ὑπόψιος
View word page
ὑποψελλίζω
lisp

ShortDef

lisp

Debugging

Headword:
ὑποψελλίζω
Headword (normalized):
ὑποψελλίζω
Headword (normalized/stripped):
υποψελλιζω
IDX:
92900
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92901
Key:

Data

{'content': 'lisp'}