Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποχώρησις
ὑποχωρητικός
ὑποχωρίζω
ὑποψάθυρος
ὑποψαλάσσω
ὑποψάλλω
ὑπόψαμμος
ὑπόψαρος
ὑποψαύω
ὑποψάω
ὑποψεκάζω
ὑποψελλίζω
ὑποψεύδομαι
ὑποψηνίζω
ὑποψήφισις
ὑποψήχω
ὑποψία
ὑποψιαστικῶς
ὑποψιθυρίζω
ὑποψιθύρισμα
ὑπόψιλος
View word page
ὑποψεκάζω
tipple a little

ShortDef

tipple a little

Debugging

Headword:
ὑποψεκάζω
Headword (normalized):
ὑποψεκάζω
Headword (normalized/stripped):
υποψεκαζω
IDX:
92899
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92900
Key:

Data

{'content': 'tipple a little'}