Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑποχώρημα
ὑποχώρησις
ὑποχωρητικός
ὑποχωρίζω
ὑποψάθυρος
ὑποψαλάσσω
ὑποψάλλω
ὑπόψαμμος
ὑπόψαρος
ὑποψαύω
ὑποψάω
ὑποψεκάζω
ὑποψελλίζω
ὑποψεύδομαι
ὑποψηνίζω
ὑποψήφισις
ὑποψήχω
ὑποψία
ὑποψιαστικῶς
ὑποψιθυρίζω
ὑποψιθύρισμα
View word page
ὑποψάω
scrape gently
ShortDef
scrape gently
Debugging
Headword:
ὑποψάω
Headword (normalized):
ὑποψάω
Headword (normalized/stripped):
υποψαω
IDX:
92898
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92899
Key:
Data
{'content': 'scrape gently'}