Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποχύνω
ὑπόχυσις
ὑποχυτήρ
ὑπόχυτος
ὑποχωλαίνω
ὑπόχωλος
ὑποχωρέω
ὑποχώρημα
ὑποχώρησις
ὑποχωρητικός
ὑποχωρίζω
ὑποψάθυρος
ὑποψαλάσσω
ὑποψάλλω
ὑπόψαμμος
ὑπόψαρος
ὑποψαύω
ὑποψάω
ὑποψεκάζω
ὑποψελλίζω
ὑποψεύδομαι
View word page
ὑποχωρίζω
separate, divide before

ShortDef

separate, divide before

Debugging

Headword:
ὑποχωρίζω
Headword (normalized):
ὑποχωρίζω
Headword (normalized/stripped):
υποχωριζω
IDX:
92891
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92892
Key:

Data

{'content': 'separate, divide before'}