Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπόχυμα
ὑποχύνω
ὑπόχυσις
ὑποχυτήρ
ὑπόχυτος
ὑποχωλαίνω
ὑπόχωλος
ὑποχωρέω
ὑποχώρημα
ὑποχώρησις
ὑποχωρητικός
ὑποχωρίζω
ὑποψάθυρος
ὑποψαλάσσω
ὑποψάλλω
ὑπόψαμμος
ὑπόψαρος
ὑποψαύω
ὑποψάω
ὑποψεκάζω
ὑποψελλίζω
View word page
ὑποχωρητικός
relaxing, evacuating

ShortDef

relaxing, evacuating

Debugging

Headword:
ὑποχωρητικός
Headword (normalized):
ὑποχωρητικός
Headword (normalized/stripped):
υποχωρητικος
IDX:
92890
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92891
Key:

Data

{'content': 'relaxing, evacuating'}