Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποχυλίζω
ὑπόχυμα
ὑποχύνω
ὑπόχυσις
ὑποχυτήρ
ὑπόχυτος
ὑποχωλαίνω
ὑπόχωλος
ὑποχωρέω
ὑποχώρημα
ὑποχώρησις
ὑποχωρητικός
ὑποχωρίζω
ὑποψάθυρος
ὑποψαλάσσω
ὑποψάλλω
ὑπόψαμμος
ὑπόψαρος
ὑποψαύω
ὑποψάω
ὑποψεκάζω
View word page
ὑποχώρησις
a going back, retirement, retreat

ShortDef

a going back, retirement, retreat

Debugging

Headword:
ὑποχώρησις
Headword (normalized):
ὑποχώρησις
Headword (normalized/stripped):
υποχωρησις
IDX:
92889
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92890
Key:

Data

{'content': 'a going back, retirement, retreat'}