Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀντιτείνω
ἀντιτειχίζω
ἀντιτείχισμα
ἀντιτέμνω
ἀντιτέρπω
ἀντιτεταγμένως
ἀντίτευχος
ἀντιτεύχω
ἀντιτεχνάζω
ἀντιτεχνάομαι
ἀντιτεχνέω
ἀντιτέχνησις
ἀντιτεχνίτης
ἀντίτεχνος
ἀντιτηρέω
ἀντιτίθημι
ἀντιτιμάω
ἀντίτιμος
ἀντιτιμωρέομαι
ἀντιτιμώρημα
ἀντιτίνω
View word page
ἀντιτεχνέω
to be a rival in art

ShortDef

to be a rival in art

Debugging

Headword:
ἀντιτεχνέω
Headword (normalized):
ἀντιτεχνέω
Headword (normalized/stripped):
αντιτεχνεω
IDX:
9288
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9289
Key:

Data

{'content': 'to be a rival in art'}