Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑποχρυσόω
ὑποχρώννυμι
ὑποχυλίζω
ὑπόχυμα
ὑποχύνω
ὑπόχυσις
ὑποχυτήρ
ὑπόχυτος
ὑποχωλαίνω
ὑπόχωλος
ὑποχωρέω
ὑποχώρημα
ὑποχώρησις
ὑποχωρητικός
ὑποχωρίζω
ὑποψάθυρος
ὑποψαλάσσω
ὑποψάλλω
ὑπόψαμμος
ὑπόψαρος
ὑποψαύω
View word page
ὑποχωρέω
to go back, retire, recoil
ShortDef
to go back, retire, recoil
Debugging
Headword:
ὑποχωρέω
Headword (normalized):
ὑποχωρέω
Headword (normalized/stripped):
υποχωρεω
IDX:
92887
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92888
Key:
Data
{'content': 'to go back, retire, recoil'}