Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπόχρονος
ὑπόχρυσος
ὑποχρυσόω
ὑποχρώννυμι
ὑποχυλίζω
ὑπόχυμα
ὑποχύνω
ὑπόχυσις
ὑποχυτήρ
ὑπόχυτος
ὑποχωλαίνω
ὑπόχωλος
ὑποχωρέω
ὑποχώρημα
ὑποχώρησις
ὑποχωρητικός
ὑποχωρίζω
ὑποψάθυρος
ὑποψαλάσσω
ὑποψάλλω
ὑπόψαμμος
View word page
ὑποχωλαίνω
to be somewhat lame

ShortDef

to be somewhat lame

Debugging

Headword:
ὑποχωλαίνω
Headword (normalized):
ὑποχωλαίνω
Headword (normalized/stripped):
υποχωλαινω
IDX:
92885
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92886
Key:

Data

{'content': 'to be somewhat lame'}