Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑποχρίω
ὑπόχρονος
ὑπόχρυσος
ὑποχρυσόω
ὑποχρώννυμι
ὑποχυλίζω
ὑπόχυμα
ὑποχύνω
ὑπόχυσις
ὑποχυτήρ
ὑπόχυτος
ὑποχωλαίνω
ὑπόχωλος
ὑποχωρέω
ὑποχώρημα
ὑποχώρησις
ὑποχωρητικός
ὑποχωρίζω
ὑποψάθυρος
ὑποψαλάσσω
ὑποψάλλω
View word page
ὑπόχυτος
having
ShortDef
having
Debugging
Headword:
ὑπόχυτος
Headword (normalized):
ὑπόχυτος
Headword (normalized/stripped):
υποχυτος
IDX:
92884
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92885
Key:
Data
{'content': 'having'}