Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπόχρισμα
ὑποχριστέον
ὑποχρίω
ὑπόχρονος
ὑπόχρυσος
ὑποχρυσόω
ὑποχρώννυμι
ὑποχυλίζω
ὑπόχυμα
ὑποχύνω
ὑπόχυσις
ὑποχυτήρ
ὑπόχυτος
ὑποχωλαίνω
ὑπόχωλος
ὑποχωρέω
ὑποχώρημα
ὑποχώρησις
ὑποχωρητικός
ὑποχωρίζω
ὑποψάθυρος
View word page
ὑπόχυσις
cataract
ShortDef
cataract
Debugging
Headword:
ὑπόχυσις
Headword (normalized):
ὑπόχυσις
Headword (normalized/stripped):
υποχυσις
IDX:
92882
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92883
Key:
Data
{'content': 'cataract'}