Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑποχρήστης
ὑπόχρισμα
ὑποχριστέον
ὑποχρίω
ὑπόχρονος
ὑπόχρυσος
ὑποχρυσόω
ὑποχρώννυμι
ὑποχυλίζω
ὑπόχυμα
ὑποχύνω
ὑπόχυσις
ὑποχυτήρ
ὑπόχυτος
ὑποχωλαίνω
ὑπόχωλος
ὑποχωρέω
ὑποχώρημα
ὑποχώρησις
ὑποχωρητικός
ὑποχωρίζω
View word page
ὑποχύνω
cause cataract in
ShortDef
cause cataract in
Debugging
Headword:
ὑποχύνω
Headword (normalized):
ὑποχύνω
Headword (normalized/stripped):
υποχυνω
IDX:
92881
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92882
Key:
Data
{'content': 'cause cataract in'}