Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπόχρεως
ὑποχρήστης
ὑπόχρισμα
ὑποχριστέον
ὑποχρίω
ὑπόχρονος
ὑπόχρυσος
ὑποχρυσόω
ὑποχρώννυμι
ὑποχυλίζω
ὑπόχυμα
ὑποχύνω
ὑπόχυσις
ὑποχυτήρ
ὑπόχυτος
ὑποχωλαίνω
ὑπόχωλος
ὑποχωρέω
ὑποχώρημα
ὑποχώρησις
ὑποχωρητικός
View word page
ὑπόχυμα
cataract
ShortDef
cataract
Debugging
Headword:
ὑπόχυμα
Headword (normalized):
ὑπόχυμα
Headword (normalized/stripped):
υποχυμα
IDX:
92880
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92881
Key:
Data
{'content': 'cataract'}