Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποχρέμπτομαι
ὑπόχρεως
ὑποχρήστης
ὑπόχρισμα
ὑποχριστέον
ὑποχρίω
ὑπόχρονος
ὑπόχρυσος
ὑποχρυσόω
ὑποχρώννυμι
ὑποχυλίζω
ὑπόχυμα
ὑποχύνω
ὑπόχυσις
ὑποχυτήρ
ὑπόχυτος
ὑποχωλαίνω
ὑπόχωλος
ὑποχωρέω
ὑποχώρημα
ὑποχώρησις
View word page
ὑποχυλίζω
extract the juice from

ShortDef

extract the juice from

Debugging

Headword:
ὑποχυλίζω
Headword (normalized):
ὑποχυλίζω
Headword (normalized/stripped):
υποχυλιζω
IDX:
92879
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92880
Key:

Data

{'content': 'extract the juice from'}