Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀντιταφρεύω
ἀντιτείνω
ἀντιτειχίζω
ἀντιτείχισμα
ἀντιτέμνω
ἀντιτέρπω
ἀντιτεταγμένως
ἀντίτευχος
ἀντιτεύχω
ἀντιτεχνάζω
ἀντιτεχνάομαι
ἀντιτεχνέω
ἀντιτέχνησις
ἀντιτεχνίτης
ἀντίτεχνος
ἀντιτηρέω
ἀντιτίθημι
ἀντιτιμάω
ἀντίτιμος
ἀντιτιμωρέομαι
ἀντιτιμώρημα
View word page
ἀντιτεχνάομαι
to contrive in opposition, counterplan
ShortDef
to contrive in opposition, counterplan
Debugging
Headword:
ἀντιτεχνάομαι
Headword (normalized):
ἀντιτεχνάομαι
Headword (normalized/stripped):
αντιτεχναομαι
IDX:
9287
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9288
Key:
Data
{'content': 'to contrive in opposition, counterplan'}