Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὕποχος
ὑποχρεμετίζω
ὑποχρέμπτομαι
ὑπόχρεως
ὑποχρήστης
ὑπόχρισμα
ὑποχριστέον
ὑποχρίω
ὑπόχρονος
ὑπόχρυσος
ὑποχρυσόω
ὑποχρώννυμι
ὑποχυλίζω
ὑπόχυμα
ὑποχύνω
ὑπόχυσις
ὑποχυτήρ
ὑπόχυτος
ὑποχωλαίνω
ὑπόχωλος
ὑποχωρέω
View word page
ὑποχρυσόω
gild
ShortDef
gild
Debugging
Headword:
ὑποχρυσόω
Headword (normalized):
ὑποχρυσόω
Headword (normalized/stripped):
υποχρυσοω
IDX:
92877
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92878
Key:
Data
{'content': 'gild'}