Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποχορηγέω
ὑποχορηγία
ὕποχος
ὑποχρεμετίζω
ὑποχρέμπτομαι
ὑπόχρεως
ὑποχρήστης
ὑπόχρισμα
ὑποχριστέον
ὑποχρίω
ὑπόχρονος
ὑπόχρυσος
ὑποχρυσόω
ὑποχρώννυμι
ὑποχυλίζω
ὑπόχυμα
ὑποχύνω
ὑπόχυσις
ὑποχυτήρ
ὑπόχυτος
ὑποχωλαίνω
View word page
ὑπόχρονος
temporary

ShortDef

temporary

Debugging

Headword:
ὑπόχρονος
Headword (normalized):
ὑπόχρονος
Headword (normalized/stripped):
υποχρονος
IDX:
92875
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92876
Key:

Data

{'content': 'temporary'}