Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποχόνδριον
ὑποχόνδριος
ὑποχορηγέω
ὑποχορηγία
ὕποχος
ὑποχρεμετίζω
ὑποχρέμπτομαι
ὑπόχρεως
ὑποχρήστης
ὑπόχρισμα
ὑποχριστέον
ὑποχρίω
ὑπόχρονος
ὑπόχρυσος
ὑποχρυσόω
ὑποχρώννυμι
ὑποχυλίζω
ὑπόχυμα
ὑποχύνω
ὑπόχυσις
ὑποχυτήρ
View word page
ὑποχριστέον
one must anoint

ShortDef

one must anoint

Debugging

Headword:
ὑποχριστέον
Headword (normalized):
ὑποχριστέον
Headword (normalized/stripped):
υποχριστεον
IDX:
92873
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92874
Key:

Data

{'content': 'one must anoint'}