Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑποχονδριακός
ὑποχόνδριον
ὑποχόνδριος
ὑποχορηγέω
ὑποχορηγία
ὕποχος
ὑποχρεμετίζω
ὑποχρέμπτομαι
ὑπόχρεως
ὑποχρήστης
ὑπόχρισμα
ὑποχριστέον
ὑποχρίω
ὑπόχρονος
ὑπόχρυσος
ὑποχρυσόω
ὑποχρώννυμι
ὑποχυλίζω
ὑπόχυμα
ὑποχύνω
ὑπόχυσις
View word page
ὑπόχρισμα
foundation-layer
ShortDef
foundation-layer
Debugging
Headword:
ὑπόχρισμα
Headword (normalized):
ὑπόχρισμα
Headword (normalized/stripped):
υποχρισμα
IDX:
92872
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92873
Key:
Data
{'content': 'foundation-layer'}