Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποχολώδης
ὑποχονδριακός
ὑποχόνδριον
ὑποχόνδριος
ὑποχορηγέω
ὑποχορηγία
ὕποχος
ὑποχρεμετίζω
ὑποχρέμπτομαι
ὑπόχρεως
ὑποχρήστης
ὑπόχρισμα
ὑποχριστέον
ὑποχρίω
ὑπόχρονος
ὑπόχρυσος
ὑποχρυσόω
ὑποχρώννυμι
ὑποχυλίζω
ὑπόχυμα
ὑποχύνω
View word page
ὑποχρήστης
assistant oracle-giver

ShortDef

assistant oracle-giver

Debugging

Headword:
ὑποχρήστης
Headword (normalized):
ὑποχρήστης
Headword (normalized/stripped):
υποχρηστης
IDX:
92871
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92872
Key:

Data

{'content': 'assistant oracle-giver'}