Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπόχολος
ὑποχολώδης
ὑποχονδριακός
ὑποχόνδριον
ὑποχόνδριος
ὑποχορηγέω
ὑποχορηγία
ὕποχος
ὑποχρεμετίζω
ὑποχρέμπτομαι
ὑπόχρεως
ὑποχρήστης
ὑπόχρισμα
ὑποχριστέον
ὑποχρίω
ὑπόχρονος
ὑπόχρυσος
ὑποχρυσόω
ὑποχρώννυμι
ὑποχυλίζω
ὑπόχυμα
View word page
ὑπόχρεως
indebted, in debt
ShortDef
indebted, in debt
Debugging
Headword:
ὑπόχρεως
Headword (normalized):
ὑπόχρεως
Headword (normalized/stripped):
υποχρεως
IDX:
92870
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92871
Key:
Data
{'content': 'indebted, in debt'}