Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποχοιρίς
ὑπόχολος
ὑποχολώδης
ὑποχονδριακός
ὑποχόνδριον
ὑποχόνδριος
ὑποχορηγέω
ὑποχορηγία
ὕποχος
ὑποχρεμετίζω
ὑποχρέμπτομαι
ὑπόχρεως
ὑποχρήστης
ὑπόχρισμα
ὑποχριστέον
ὑποχρίω
ὑπόχρονος
ὑπόχρυσος
ὑποχρυσόω
ὑποχρώννυμι
ὑποχυλίζω
View word page
ὑποχρέμπτομαι
expectorate gently

ShortDef

expectorate gently

Debugging

Headword:
ὑποχρέμπτομαι
Headword (normalized):
ὑποχρέμπτομαι
Headword (normalized/stripped):
υποχρεμπτομαι
IDX:
92869
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92870
Key:

Data

{'content': 'expectorate gently'}