Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποχοινικίς
ὑποχοιρίς
ὑπόχολος
ὑποχολώδης
ὑποχονδριακός
ὑποχόνδριον
ὑποχόνδριος
ὑποχορηγέω
ὑποχορηγία
ὕποχος
ὑποχρεμετίζω
ὑποχρέμπτομαι
ὑπόχρεως
ὑποχρήστης
ὑπόχρισμα
ὑποχριστέον
ὑποχρίω
ὑπόχρονος
ὑπόχρυσος
ὑποχρυσόω
ὑποχρώννυμι
View word page
ὑποχρεμετίζω
neigh to

ShortDef

neigh to

Debugging

Headword:
ὑποχρεμετίζω
Headword (normalized):
ὑποχρεμετίζω
Headword (normalized/stripped):
υποχρεμετιζω
IDX:
92868
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92869
Key:

Data

{'content': 'neigh to'}