Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποχλωρομέλας
ὑπόχλωρος
ὑποχοινικίς
ὑποχοιρίς
ὑπόχολος
ὑποχολώδης
ὑποχονδριακός
ὑποχόνδριον
ὑποχόνδριος
ὑποχορηγέω
ὑποχορηγία
ὕποχος
ὑποχρεμετίζω
ὑποχρέμπτομαι
ὑπόχρεως
ὑποχρήστης
ὑπόχρισμα
ὑποχριστέον
ὑποχρίω
ὑπόχρονος
ὑπόχρυσος
View word page
ὑποχορηγία
a supplying, succour

ShortDef

a supplying, succour

Debugging

Headword:
ὑποχορηγία
Headword (normalized):
ὑποχορηγία
Headword (normalized/stripped):
υποχορηγια
IDX:
92866
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92867
Key:

Data

{'content': 'a supplying, succour'}