Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑποχλιαίνω
ὑποχλίζω
ὑπόχλοος
ὑποχλωρομέλας
ὑπόχλωρος
ὑποχοινικίς
ὑποχοιρίς
ὑπόχολος
ὑποχολώδης
ὑποχονδριακός
ὑποχόνδριον
ὑποχόνδριος
ὑποχορηγέω
ὑποχορηγία
ὕποχος
ὑποχρεμετίζω
ὑποχρέμπτομαι
ὑπόχρεως
ὑποχρήστης
ὑπόχρισμα
ὑποχριστέον
View word page
ὑποχόνδριον
abdomen
ShortDef
abdomen
Debugging
Headword:
ὑποχόνδριον
Headword (normalized):
ὑποχόνδριον
Headword (normalized/stripped):
υποχονδριον
IDX:
92863
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92864
Key:
Data
{'content': 'abdomen'}