Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποχλέομαι
ὑποχλιαίνω
ὑποχλίζω
ὑπόχλοος
ὑποχλωρομέλας
ὑπόχλωρος
ὑποχοινικίς
ὑποχοιρίς
ὑπόχολος
ὑποχολώδης
ὑποχονδριακός
ὑποχόνδριον
ὑποχόνδριος
ὑποχορηγέω
ὑποχορηγία
ὕποχος
ὑποχρεμετίζω
ὑποχρέμπτομαι
ὑπόχρεως
ὑποχρήστης
ὑπόχρισμα
View word page
ὑποχονδριακός
of the ὑποχόνδριον

ShortDef

of the ὑποχόνδριον

Debugging

Headword:
ὑποχονδριακός
Headword (normalized):
ὑποχονδριακός
Headword (normalized/stripped):
υποχονδριακος
IDX:
92862
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92863
Key:

Data

{'content': 'of the ὑποχόνδριον'}