Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀντίτασις
ἀντιτάσσω
ἀντιταφρεύω
ἀντιτείνω
ἀντιτειχίζω
ἀντιτείχισμα
ἀντιτέμνω
ἀντιτέρπω
ἀντιτεταγμένως
ἀντίτευχος
ἀντιτεύχω
ἀντιτεχνάζω
ἀντιτεχνάομαι
ἀντιτεχνέω
ἀντιτέχνησις
ἀντιτεχνίτης
ἀντίτεχνος
ἀντιτηρέω
ἀντιτίθημι
ἀντιτιμάω
ἀντίτιμος
View word page
ἀντιτεύχω
make in opposition

ShortDef

make in opposition

Debugging

Headword:
ἀντιτεύχω
Headword (normalized):
ἀντιτεύχω
Headword (normalized/stripped):
αντιτευχω
IDX:
9285
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9286
Key:

Data

{'content': 'make in opposition'}