Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑποχείριος
ὑποχειρισμός
ὑποχειρογραφέω
ὑπόχευμα
ὑποχεύς
ὑποχέω
ὑποχή
ὑπόχηλα
ὑποχθόνιος
ὑποχλέομαι
ὑποχλιαίνω
ὑποχλίζω
ὑπόχλοος
ὑποχλωρομέλας
ὑπόχλωρος
ὑποχοινικίς
ὑποχοιρίς
ὑπόχολος
ὑποχολώδης
ὑποχονδριακός
ὑποχόνδριον
View word page
ὑποχλιαίνω
warm a little
ShortDef
warm a little
Debugging
Headword:
ὑποχλιαίνω
Headword (normalized):
ὑποχλιαίνω
Headword (normalized/stripped):
υποχλιαινω
IDX:
92853
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92854
Key:
Data
{'content': 'warm a little'}