Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑποχαροπός
ὑποχάρτωσις
ὑποχάσκω
ὑπόχαυνος
ὑποχαυνόω
ὑποχείριος
ὑποχειρισμός
ὑποχειρογραφέω
ὑπόχευμα
ὑποχεύς
ὑποχέω
ὑποχή
ὑπόχηλα
ὑποχθόνιος
ὑποχλέομαι
ὑποχλιαίνω
ὑποχλίζω
ὑπόχλοος
ὑποχλωρομέλας
ὑπόχλωρος
ὑποχοινικίς
View word page
ὑποχέω
to pour
ShortDef
to pour
Debugging
Headword:
ὑποχέω
Headword (normalized):
ὑποχέω
Headword (normalized/stripped):
υποχεω
IDX:
92848
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92849
Key:
Data
{'content': 'to pour'}