Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποχαλεπαίνω
ὑποχαλινίδιος
ὑποχαλκίζω
ὑπόχαλκος
ὑποχαράσσω
ὑποχαροπός
ὑποχάρτωσις
ὑποχάσκω
ὑπόχαυνος
ὑποχαυνόω
ὑποχείριος
ὑποχειρισμός
ὑποχειρογραφέω
ὑπόχευμα
ὑποχεύς
ὑποχέω
ὑποχή
ὑπόχηλα
ὑποχθόνιος
ὑποχλέομαι
ὑποχλιαίνω
View word page
ὑποχείριος
under the hand, in hand

ShortDef

under the hand, in hand

Debugging

Headword:
ὑποχείριος
Headword (normalized):
ὑποχείριος
Headword (normalized/stripped):
υποχειριος
IDX:
92843
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92844
Key:

Data

{'content': 'under the hand, in hand'}