Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποφώγω
ὑποφωλεύω
ὑποφωνέω
ὑποφώνησις
ὑποφωτίζω
ὑποχάζομαι
ὑποχαίρω
ὑποχαλαρός
ὑποχάλασις
ὑποχαλάω
ὑποχαλεπαίνω
ὑποχαλινίδιος
ὑποχαλκίζω
ὑπόχαλκος
ὑποχαράσσω
ὑποχαροπός
ὑποχάρτωσις
ὑποχάσκω
ὑπόχαυνος
ὑποχαυνόω
ὑποχείριος
View word page
ὑποχαλεπαίνω
become a little angry

ShortDef

become a little angry

Debugging

Headword:
ὑποχαλεπαίνω
Headword (normalized):
ὑποχαλεπαίνω
Headword (normalized/stripped):
υποχαλεπαινω
IDX:
92833
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92834
Key:

Data

{'content': 'become a little angry'}