Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπόφρικος
ὑποφρίσσω
ὑποφρύγιος
ὑποφυγή
ὑποφυλακέω
ὑποφυλακία
ὑπόφυλαξ
ὑποφυράω
ὑποφυσάω
ὑπόφυσις
ὑποφυτεύω
ὑποφύω
ὑποφώγω
ὑποφωλεύω
ὑποφωνέω
ὑποφώνησις
ὑποφωτίζω
ὑποχάζομαι
ὑποχαίρω
ὑποχαλαρός
ὑποχάλασις
View word page
ὑποφυτεύω
plant under

ShortDef

plant under

Debugging

Headword:
ὑποφυτεύω
Headword (normalized):
ὑποφυτεύω
Headword (normalized/stripped):
υποφυτευω
IDX:
92821
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92822
Key:

Data

{'content': 'plant under'}