Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀντιταλαντεύω
ἀντιταμίας
ἀντίταξις
ἀντιταράττω
ἀντίτασις
ἀντιτάσσω
ἀντιταφρεύω
ἀντιτείνω
ἀντιτειχίζω
ἀντιτείχισμα
ἀντιτέμνω
ἀντιτέρπω
ἀντιτεταγμένως
ἀντίτευχος
ἀντιτεύχω
ἀντιτεχνάζω
ἀντιτεχνάομαι
ἀντιτεχνέω
ἀντιτέχνησις
ἀντιτεχνίτης
ἀντίτεχνος
View word page
ἀντιτέμνω
to cut against
ShortDef
to cut against
Debugging
Headword:
ἀντιτέμνω
Headword (normalized):
ἀντιτέμνω
Headword (normalized/stripped):
αντιτεμνω
IDX:
9281
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9282
Key:
Data
{'content': 'to cut against'}