Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποφλεγματίζω
ὑποφλεγματώδης
ὑποφλέγω
ὑποφοβέομαι
ὑπόφοβος
ὑποφοινίζω
ὑποφοίνιος
ὑποφοινίσσομαι
ὑποφόνια
ὑποφόνιος
ὑποφορά
ὑποφορέω
ὑπόφορος
ὑποφραδμοσύνη
ὑποφράζομαι
ὑποφράσσω
ὑπόφρικος
ὑποφρίσσω
ὑποφρύγιος
ὑποφυγή
ὑποφυλακέω
View word page
ὑποφορά
a holding under, putting forward

ShortDef

a holding under, putting forward

Debugging

Headword:
ὑποφορά
Headword (normalized):
ὑποφορά
Headword (normalized/stripped):
υποφορα
IDX:
92805
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92806
Key:

Data

{'content': 'a holding under, putting forward'}