Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποφθόριος
ὑποφιάλιον
ὑποφιλέω
ὑπόφιμος
ὑποφλεγμαίνω
ὑποφλεγματίζω
ὑποφλεγματώδης
ὑποφλέγω
ὑποφοβέομαι
ὑπόφοβος
ὑποφοινίζω
ὑποφοίνιος
ὑποφοινίσσομαι
ὑποφόνια
ὑποφόνιος
ὑποφορά
ὑποφορέω
ὑπόφορος
ὑποφραδμοσύνη
ὑποφράζομαι
ὑποφράσσω
View word page
ὑποφοινίζω
to be purplish

ShortDef

to be purplish

Debugging

Headword:
ὑποφοινίζω
Headword (normalized):
ὑποφοινίζω
Headword (normalized/stripped):
υποφοινιζω
IDX:
92800
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92801
Key:

Data

{'content': 'to be purplish'}