Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑποφθορά
ὑποφθορεύς
ὑποφθόριος
ὑποφιάλιον
ὑποφιλέω
ὑπόφιμος
ὑποφλεγμαίνω
ὑποφλεγματίζω
ὑποφλεγματώδης
ὑποφλέγω
ὑποφοβέομαι
ὑπόφοβος
ὑποφοινίζω
ὑποφοίνιος
ὑποφοινίσσομαι
ὑποφόνια
ὑποφόνιος
ὑποφορά
ὑποφορέω
ὑπόφορος
ὑποφραδμοσύνη
View word page
ὑποφοβέομαι
to be somewhat frightened
ShortDef
to be somewhat frightened
Debugging
Headword:
ὑποφοβέομαι
Headword (normalized):
ὑποφοβέομαι
Headword (normalized/stripped):
υποφοβεομαι
IDX:
92798
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92799
Key:
Data
{'content': 'to be somewhat frightened'}