Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποφθονέω
ὑπόφθονος
ὑποφθορά
ὑποφθορεύς
ὑποφθόριος
ὑποφιάλιον
ὑποφιλέω
ὑπόφιμος
ὑποφλεγμαίνω
ὑποφλεγματίζω
ὑποφλεγματώδης
ὑποφλέγω
ὑποφοβέομαι
ὑπόφοβος
ὑποφοινίζω
ὑποφοίνιος
ὑποφοινίσσομαι
ὑποφόνια
ὑποφόνιος
ὑποφορά
ὑποφορέω
View word page
ὑποφλεγματώδης
suffering somewhat from phlegm

ShortDef

suffering somewhat from phlegm

Debugging

Headword:
ὑποφλεγματώδης
Headword (normalized):
ὑποφλεγματώδης
Headword (normalized/stripped):
υποφλεγματωδης
IDX:
92796
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92797
Key:

Data

{'content': 'suffering somewhat from phlegm'}