Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποφθείρω
ὑποφθίνω
ὑποφθονέω
ὑπόφθονος
ὑποφθορά
ὑποφθορεύς
ὑποφθόριος
ὑποφιάλιον
ὑποφιλέω
ὑπόφιμος
ὑποφλεγμαίνω
ὑποφλεγματίζω
ὑποφλεγματώδης
ὑποφλέγω
ὑποφοβέομαι
ὑπόφοβος
ὑποφοινίζω
ὑποφοίνιος
ὑποφοινίσσομαι
ὑποφόνια
ὑποφόνιος
View word page
ὑποφλεγμαίνω
to be somewhat inflamed

ShortDef

to be somewhat inflamed

Debugging

Headword:
ὑποφλεγμαίνω
Headword (normalized):
ὑποφλεγμαίνω
Headword (normalized/stripped):
υποφλεγμαινω
IDX:
92794
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92795
Key:

Data

{'content': 'to be somewhat inflamed'}