Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποφητεύω
ὑποφήτης
ὑποφῆτις
ὑποφήτωρ
ὑποφθαδόν
ὑποφθάλμιος
ὑποφθάνω
ὑποφθέγγομαι
ὑποφθείρω
ὑποφθίνω
ὑποφθονέω
ὑπόφθονος
ὑποφθορά
ὑποφθορεύς
ὑποφθόριος
ὑποφιάλιον
ὑποφιλέω
ὑπόφιμος
ὑποφλεγμαίνω
ὑποφλεγματίζω
ὑποφλεγματώδης
View word page
ὑποφθονέω
to feel secret envy at

ShortDef

to feel secret envy at

Debugging

Headword:
ὑποφθονέω
Headword (normalized):
ὑποφθονέω
Headword (normalized/stripped):
υποφθονεω
IDX:
92786
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92787
Key:

Data

{'content': 'to feel secret envy at'}