Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀντίταγμα
ἀντιτακτέον
ἀντιτακτικός
ἀντίτακτος
ἀντιταλαντεύω
ἀντιταμίας
ἀντίταξις
ἀντιταράττω
ἀντίτασις
ἀντιτάσσω
ἀντιταφρεύω
ἀντιτείνω
ἀντιτειχίζω
ἀντιτείχισμα
ἀντιτέμνω
ἀντιτέρπω
ἀντιτεταγμένως
ἀντίτευχος
ἀντιτεύχω
ἀντιτεχνάζω
ἀντιτεχνάομαι
View word page
ἀντιταφρεύω
dig a trench in opposition
ShortDef
dig a trench in opposition
Debugging
Headword:
ἀντιταφρεύω
Headword (normalized):
ἀντιταφρεύω
Headword (normalized/stripped):
αντιταφρευω
IDX:
9277
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9278
Key:
Data
{'content': 'dig a trench in opposition'}