Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑποφαρμάσσω
ὑπόφασις
ὑπόφαυλος
ὑπόφαυσις
ὑποφαύσκω
ὑποφείδομαι
ὑποφειδομένως
ὑποφέρω
ὑποφεύγω
ὑποφητεία
ὑποφητεύω
ὑποφήτης
ὑποφῆτις
ὑποφήτωρ
ὑποφθαδόν
ὑποφθάλμιος
ὑποφθάνω
ὑποφθέγγομαι
ὑποφθείρω
ὑποφθίνω
ὑποφθονέω
View word page
ὑποφητεύω
to hold the office of ὑποφήτης
ShortDef
to hold the office of ὑποφήτης
Debugging
Headword:
ὑποφητεύω
Headword (normalized):
ὑποφητεύω
Headword (normalized/stripped):
υποφητευω
IDX:
92776
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92777
Key:
Data
{'content': 'to hold the office of ὑποφήτης'}