Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπόφαιος
ὑποφακώδης
ὑποφάλακρος
ὑποφαρμάσσω
ὑπόφασις
ὑπόφαυλος
ὑπόφαυσις
ὑποφαύσκω
ὑποφείδομαι
ὑποφειδομένως
ὑποφέρω
ὑποφεύγω
ὑποφητεία
ὑποφητεύω
ὑποφήτης
ὑποφῆτις
ὑποφήτωρ
ὑποφθαδόν
ὑποφθάλμιος
ὑποφθάνω
ὑποφθέγγομαι
View word page
ὑποφέρω
to carry away under

ShortDef

to carry away under

Debugging

Headword:
ὑποφέρω
Headword (normalized):
ὑποφέρω
Headword (normalized/stripped):
υποφερω
IDX:
92773
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92774
Key:

Data

{'content': 'to carry away under'}