Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπόφαιδρος
ὑποφαίνω
ὑπόφαιος
ὑποφακώδης
ὑποφάλακρος
ὑποφαρμάσσω
ὑπόφασις
ὑπόφαυλος
ὑπόφαυσις
ὑποφαύσκω
ὑποφείδομαι
ὑποφειδομένως
ὑποφέρω
ὑποφεύγω
ὑποφητεία
ὑποφητεύω
ὑποφήτης
ὑποφῆτις
ὑποφήτωρ
ὑποφθαδόν
ὑποφθάλμιος
View word page
ὑποφείδομαι
to spare a little

ShortDef

to spare a little

Debugging

Headword:
ὑποφείδομαι
Headword (normalized):
ὑποφείδομαι
Headword (normalized/stripped):
υποφειδομαι
IDX:
92771
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92772
Key:

Data

{'content': 'to spare a little'}