Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπουργός
ὑπουρέω
ὑπόφαιδρος
ὑποφαίνω
ὑπόφαιος
ὑποφακώδης
ὑποφάλακρος
ὑποφαρμάσσω
ὑπόφασις
ὑπόφαυλος
ὑπόφαυσις
ὑποφαύσκω
ὑποφείδομαι
ὑποφειδομένως
ὑποφέρω
ὑποφεύγω
ὑποφητεία
ὑποφητεύω
ὑποφήτης
ὑποφῆτις
ὑποφήτωρ
View word page
ὑπόφαυσις
a light shewing through a small hole: a narrow opening
ShortDef
a light shewing through a small hole: a narrow opening
Debugging
Headword:
ὑπόφαυσις
Headword (normalized):
ὑπόφαυσις
Headword (normalized/stripped):
υποφαυσις
IDX:
92769
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92770
Key:
Data
{'content': 'a light shewing through a small hole: a narrow opening'}