Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπουργητέον
ὑπουργητέος
ὑπουργία
ὑπουργός
ὑπουρέω
ὑπόφαιδρος
ὑποφαίνω
ὑπόφαιος
ὑποφακώδης
ὑποφάλακρος
ὑποφαρμάσσω
ὑπόφασις
ὑπόφαυλος
ὑπόφαυσις
ὑποφαύσκω
ὑποφείδομαι
ὑποφειδομένως
ὑποφέρω
ὑποφεύγω
ὑποφητεία
ὑποφητεύω
View word page
ὑποφαρμάσσω
spice, drug, adulterate

ShortDef

spice, drug, adulterate

Debugging

Headword:
ὑποφαρμάσσω
Headword (normalized):
ὑποφαρμάσσω
Headword (normalized/stripped):
υποφαρμασσω
IDX:
92766
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92767
Key:

Data

{'content': 'spice, drug, adulterate'}