Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπούργημα
ὑπουργηματικός
ὑπουργητέον
ὑπουργητέος
ὑπουργία
ὑπουργός
ὑπουρέω
ὑπόφαιδρος
ὑποφαίνω
ὑπόφαιος
ὑποφακώδης
ὑποφάλακρος
ὑποφαρμάσσω
ὑπόφασις
ὑπόφαυλος
ὑπόφαυσις
ὑποφαύσκω
ὑποφείδομαι
ὑποφειδομένως
ὑποφέρω
ὑποφεύγω
View word page
ὑποφακώδης
somewhat of a lentil colour
ShortDef
somewhat of a lentil colour
Debugging
Headword:
ὑποφακώδης
Headword (normalized):
ὑποφακώδης
Headword (normalized/stripped):
υποφακωδης
IDX:
92764
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92765
Key:
Data
{'content': 'somewhat of a lentil colour'}